εκατόχρονα

εκατόχρονα
τα столетие, столетняя годовщина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκατόχρονα" в других словарях:

  • εκατόχρονος — η, ο 1. ο εκατονταετής, αυτός που είναι κατασκευασμένος ή υπάρχει από εκατό χρόνια 2. ο πολύ παλιός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατόχρονα η εκατονταετηρίδα («τα εκατόχρονα τού Σολωμού») …   Dictionary of Greek

  • εκατόχρονος — η, ο 1. που κατασκευάστηκε ή υπάρχει πριν από εκατό χρόνια, ο πολύ παλιός: Πάει να φτάσει να μοιάσει το εκατόχρονο ιδρύ (Κ. Παλαμάς). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκατόχρονα η εκατονταετηρίδα (βλ. λ.): Γιορτάστηκαν τα εκατόχρονα της κρητικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»